- αθερινιό
- τοδίχτυ για τα πολύ μικρά ψάρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αθερινιό — το και ιά, η και ιός, ο [αθερίνα] λεπτό δίχτυ για το ψάρεμα τής αθερίνας και γενικά μικρών ψαριών, αθερινόδιχτο … Dictionary of Greek
Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… … Dictionary of Greek
αθερινίστρα — η [αθερίνα] το αθερινιό … Dictionary of Greek
αθερινειό — το [αθερίνα] το αθερινιό … Dictionary of Greek
αθερινειός — ο το αθερινιό … Dictionary of Greek
αθερινιά — η [αθερίνα] βλ. αθερινιό … Dictionary of Greek
αθερινιός — ο βλ. αθερινιό … Dictionary of Greek
αθερινόδιχτο — το το αθερινιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθερίνα + δίχτυ] … Dictionary of Greek
αθερινός — ο (Α ἀθερῖνος) η αθερίνα νεοελλ. το αθερινιό … Dictionary of Greek